Τι είναι η πατρίδα μας;
Τι είναι η πατρίδα μας; Μην είν’ οι κάμποι;
Μην είναι τ’ άσπαρτα ψηλά βουνά;
Μην είναι ο ήλιος της, που χρυσολάμπει;
Μην είναι τ’ άστρα της τα φωτεινά;
Και οι Έλληνες; Είναι κληρονόμοι του κλασσικού πνεύματος ή απολίτιστοι βάρβαροι.
Ο Φρανσουά Μπρέζ Ζακ, έγραφε το 1823 στον λόρδο Βύρωνα: «Πήγαινα στην Ελλάδα, τη χώρα του Μιλτιάδη και του Αριστείδη, ανυπομονώντας να γνωρίσω τις μυθικές επαρχίες που στοιχειώνει η Ιστορία.
Όπως και να το δει κανείς η Αρχαία Ελλάδα και το Βυζάντιο (Ρωμανία) εμπνέουν και καθοδηγούν τους αγωνιστές μορφωμένους ή ολιγογράμματους, λαϊκούς και κληρικούς.
Γι΄ αυτά πολεμήσαμε θα πει στους στρατιώτες του ο Μακρυγιάννης όταν εκείνοι ήθελαν να πουλήσουν αρχαία αγάλματα σε ξένους. Την Αθηνά απεικονίζει η σφραγίδα της πρώτης Εθνοσυνέλευσης της Επιδαύρου. Συνεχιστής του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου αισθάνεται ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και το τονίζει στον έκπληκτο Βρεττανό πλοίαρχο Χάμιλτον. Ο Γάλλος συνθέτης Έκτωρ Μπερλιόζ στη σύνθεσή του: «Ηρωϊκή σκηνή για την ελληνική επανάσταση» , παρουσιάζει έναν ήρωα της επανάστασης να επικαλείται τον Λεωνίδα τον Σπαρτιάτη.
Η χώρα των θεών, και των ηρώων η χώρα, φλέγεται από τη φωτιά ενός αγώνα ωραίου, σπάει τα δεσμά και πάει και τραγουδάει τώρα Τυρταίο και Βύρωνα και θούρια του Φεραίου. Γράφει ο σύγχρονος της επανάστασης ποιητής Αλεξάντρ Σεργκέγεβιτς Πούσκιν.
Η ιστορική επέτειος της Εθνικής μας Παλιγγενεσίας, όπως και όλες οι επέτειοι, με την τελετουργική τους υποβλητικότητα διακόπτουν τη ροή του καθημερινού χρόνου και προάγουν μία διαφορετική σύλληψη της χρονικότητας, προβάλλοντας το ιστορικό παρελθόν στο εκάστοτε σήμερα.
Η πρόσφατη όμως τραγωδία των Τεμπών ενοχοποιεί την τελετουργικότητα και την πανηγυρικότητα και μας στρέφει σε μία διεργασία πιο μοναχική, πιο στοχαστική, πιο πνευματική, για την πορεία του έθνους μας τα 202 χρόνια από την έναρξη της επανάστασης.
Βέβαια, κάθε επέτειο πρέπει να την προσεγγίζουμε με επίγνωση και να μετράμε τις ιστορικές μας μνήμες , το έθνος μας, το κράτος μας, την κοινωνία μας τις προοπτικές μας, με μέτρα πιο ρεαλιστικά.
Το έθνος μας ως υποκείμενο της ιστορίας καλείται ως Σίσυφος ξανά και ξανά να ανεβάσει την ίδια βαριά πέτρα στο ύψωμα της ιστορίας
Μέσα από νίκες και από ήττες, από λάθη, αδυναμίες, δικαιωμένες και αδικαίωτες προσδοκίες, που επιβεβαιώνουν την πολυπλοκότητα της ιστορίας.
Η ελληνική επανάσταση παρά τις πολύ σημαντικές εμφύλιες συγκρούσεις και τις κοινωνικές και τοπικές διαφορές κατέληξε να γίνει καθολική, να γίνει υπόθεση των απλών ανθρώπων, των αγράμματων, του κλήρου,, λογίων, αγροτών, ναυτών, καραβοκύρηδων. Πρωτίστως ήταν κατόρθωμα των απλών ελλήνων πολεμιστών, που συχνά είχαν κοινωνικά προτάγματα, το ίδιο ισχυρά όσο και εθνικά, Εδώ είναι το μεγάλο ερώτημα της περίφημης διαδικασίας του αναστοχασμού, που η πανδημία την άφησε ανολοκλήρωτη. Πόσο πραγματικά είναι δικαιωμένοι οι στόχοι της Εθνικής και κοινωνικής απελευθέρωσης
Πηγαίνοντας προς τα πίσω θα διαπιστώσουμε ότι τίποτα μέχρι το 1821 δεν είναι πραγματικά μακρινό. Μόλις 100 χρόνια από την μικρασιατική καταστροφή. Λίγο πιο πριν, η ενσωμάτωση των Επτανήσων, της Θεσσαλίας, της Μακεδονίας , της Κρήτης, της Ηπείρου, της Θράκης, ο Βενιζέλος, η Β΄ελληνική δημοκρατία και μετά η εποποιΐα του 40, η αντίσταση, η δικτατορία, η μεταπολίτευση και τώρα οι γκρίζες ζώνες στο Αιγαίο
Ιχνηλατώντας την Επανάσταση θα μπορούσαμε να ξαναπούμε για τη Φιλική Εταιρεία, τη συνάντηση των εμπόρων στην Οδησσό, τη μύηση των οπλαρχηγών και την έκρηξη στο Μωριά.
Διαβάζοντας τον Ιωάννη Δούκα, δίκαια αναρωτιέται κανείς: ποιος ήταν ό αρχηγός της ελληνικής επανάστασης, δεν είχε αρχηγό η Επανάσταση; Ποιος ήταν ο πολιτικός της σκοπός μετά την κατάληψη της εξουσίας, ποιος κατηύθυνε τις πολεμικές και στρατηγικές της ενέργειες προκειμένου να ξεσπάσει με επιτυχία, μπορούμε να συμβιβαστούμε με την εικόνα κάποιων ταπεινών εμπόρων που ίδρυσαν την φιλική εταιρεία για την απελευθέρωση του Γένους; Πόσες γνωριμίες και πόσα χρήματα μπορεί να διέθεταν ο Σκουφάς, ο Τσακάλωφ και ο Ξάνθος και τί γνώση μπορεί να είχαν για τα γεωπολιτικά παιχνίδια στην Ευρώπη. Υπήρχε όμως στην Βιέννη η Φιλόμουσος εταιρεία που σκοπό είχε τη σύναξη χρημάτων, την αγορά εφοδίων, την κάλυψη εξόδων για δημόσιες σχέσεις για τα ελληνικά ζητήματα και άλλες εθνικές δράσεις και η εταιρεία των Φίλων του Γένους που ιδρύθηκε το 1800 στην Κέρκυρα και είχε σκοπό την εθνική απελευθέρωση. Πίσω και από τις δύο βρισκόταν ο Ιωάννης Καποδίστριας. Το σχέδιο ήταν απλό. Η Ιόνιος πολιτεία θα λειτουργούσε ως προγεφύρωμα της επανάστασης.
Ο Ιωάννης Καποδίστριας, ο πρωταγωνιστής της άμυνας της Λευκάδας, όπως είναι καταχωρημένη ιστοριογραφικά, το Πάσχα του 1807, δημιούργησε τις συνθήκες για την συγκρότηση αξιόμαχου εθνικού στρατού από τους κυνηγημένους κλεφταρματωλούς που βρήκαν καταφύγιο στον Ιόνιο στρατό. Μορφές όπως Ο Φώτης Τζαβέλλας, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης θα βρούν ορμητήριο στα Επτάνησα. Στη γιορτή που έγινε για τη νίκη στην «άμυνα της Λευκάδας» βρέθηκαν μαζί με τον Καποδίστρια και τον Περραιβό, ο Κατσαντώνης, Μπότσαρης, Λεπενιώτης, Κολοκοτρώνης, Κίτσος Τζαβέλας, Νότης Μπότσαρης, Καραΐσκος, Βαρνακιώτης, Δράκος, Γρίβας, Φαρμάκης, Σκυλοδήμος, Αναγνωσταράς, Δημητρακόπουλος, Φωτομάρας και πολλοί ακόμη Σουλιώτες και κλέφτες, καπεταναίοι της θάλασσας και Ρώσοι αξιωματικοί ελληνικής καταγωγής. Εκεί οι πολέμαρχοι του γένους με υψωμένα τα σπαθιά, όταν έδωσε το σύνθημα ο Κατσαντώνης, ορκίστηκαν για την απελευθέρωση της πατρίδας.
Ο Ιωάννης Καποδίστριας, ωστόσο, είναι το πρώτο μετά την ανεξαρτησία θύμα του ελληνικού προπατορικού αμαρτήματος.
Ο Κυβερνήτης αποβιβάστηκε στην Αίγινα. Τον υποδέχτηκε τριμελής αντικυβερνητική επιτροπή μεταξύ των οποίων κι ο μετέπειτα δολοφόνος του.
Ένα τραγικό και μοιραίο παιχνίδια της νεοελληνικής ιστορίας.
Τον είδε με χρυσοκέντητη φέρμελη και αδαμαντοστόλιστη ζώνη, με την «λαμπρότερη ενδυμασία του βουτηγμένη εις το μάλαμα» και είπε ο Κυβερνήτης: «Είναι καιρός που πρέπει να φορούμε όλοι ζώνη δερματένια και να τρώμε ακρίδες και άγριο μέλι. Δεν ήταν το συναπάντημά μου φωνή χαράς, αλλά θρήνος. Η γη εβρέχετο από δάκρυα. Ανατρίχιαζα, μου έτρεμαν τα γόνατα, η φωνή του λαού μου έσκιζε την καρδιά.»
Στην ορκωμοσία, που έγινε στον μητροπολιτικό ναό της Αίγινας, τον Κυβερνήτη τον προσφώνησε μία μεγάλη πνευματική φυσιογνωμία της εποχής, ο Θεόφιλος Καΐρης
Ἡ ομιλία ξεκίνησε με ένα ρητό από το βιβλίο των Κριτών: «Ουκ άρξω εγώ, ουκ άρξει ὁ υιός μου εν υμίν. Κύριος κυβερνήσει υμάς». Στην αρχή ὁ λόγος περιείχε επαίνους στο πρόσωπο του Κυβερνήτη. Σύντομα όμως άρχισαν να γίνονται υποδείξεις και να εκτίθεται η τραγική κατάσταση, στην οποία είχε περιέλθει ἡ χώρα από τις διχόνοιες και τις σκευωρίες.
Στη συνέχεια ὁ ομιλητής εξέφρασε την ελπίδα ότι «εις το εξής θέλουν βασιλεύσει πλέον οι νόμοι και όχι τα πάθη». Η ειρωνεία της στιγμής ήταν πώς τελικά τα πάθη θα κυριαρχούσαν και μετά… Ὁ Ν. Κασομούλης, που περιγράφει τη σκηνή, σημειώνει πως αυτό ιδιαίτερα το σημείο της ομιλίας ενόχλησε μερικούς, κυρίως τον Γ. Μαυρομιχάλη, ὁ οποίος ανέβηκε γρήγορα στη σκάλα και τραβούσε τον Θεόφιλο από το ράσο, για να κατέβει, λέγοντας: «Πάψε!» (δηλαδή «σταμάτα, πιά, να τα παρουσιάζεις όλα μαύρα»). Εκείνος αποκρίθηκε: «Όχι!». Διακόπηκε η ομιλία και έγινε χασμωδία… Τότε ὁ Καποδίστριας, που παρακολουθούσε με «χαρίεν και σοβαρό ύφος» όρθιος την ομιλία, έκανε νόημα, ο ομιλητής να συνεχίσει… Έτσι ὁ λόγος ολοκληρώθηκε.
Τί είναι τελικά η πατρίδα μας;
Κατά τον ποιητή Ιωάννη Πολέμη:
Όλα πατρίδα μας! Κι αυτά κι εκείνα,
και κάτι που ‘χουμε μες την καρδιά
και λάμπει αθώρητο σαν ήλιου αχτίνα
και κράζει μέσα μας: Εμπρός παιδιά!
Και κατά τον γέρο του Μωριά τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, που ούτε ο ίδιος θα έστεργε σήμερα σε τόσο ακόμη πένθος να τον τιμήσουμε κολοκοτρωναίικα, όπως είχαμε υπολογίσει:
Σας είπα όσα ο ίδιος είδα, ήκουσα και εγνώρισα, δια να ωφεληθήτε από τα απερασμένα και από τα κακά αποτελέσματα της διχονοίας, την οποίαν να αποστρέφεσθε, και να έχετε ομόνοια. Εμάς μη μας τηράτε πλέον. Το έργο μας και ο καιρός μας επέρασε. Και αι ημέραι της γενεάς, η οποία σας άνοιξε το δρόμο, θέλουν μετ’ ολίγον περάσει. Την ημέρα της ζωής μας θέλει διαδεχθή η νύκτα του θανάτου μας, καθώς την ημέραν των Αγίων Ασωμάτων θέλει διαδεχθή η νύκτα και η αυριανή ήμερα. Εις εσάς μένει να ισάσετε και να στολίσετε τον τόπο, οπού ημείς ελευθερώσαμε.
Τιμή και δόξα στους ήρωές μας. Ζήτω η 25η Μαρτίου. Ζήτω η Ελλάδα.