Πανηγυρικός 28ης Οκτωβρίου
Εκφωνήθηκε από το Δήμαρχο Λάμπρο Μίχο
Στις 15 Οκτωβρίου στο μεγαλοπρεπές γραφείο του Μουσολίνι στο Παλάτσο Βενέτσια αποφασίστηκε εισβολή στην Ελλάδα. Εκεί τον διαβεβαίωσαν οι στρατηγοί του και ο Τσιάνο τότε υπουργός των εξωτερικών και γαμπρός του Μουσολίνι ότι είχε ετοιμαστεί επιχείρηση με τέτοιον τρόπο ώστε να δώσει την εικόνα μιας σαρωτικής ήττας των Ελλήνων εντός ολίγων ωρών.
Το Δεκέμβριο του 1943 ο Τσιάνο εκτελέστηκε από τους Γερμανούς με προτροπή του πεθερού του και 30 Απριλίου 1945 το πτώμα του Μουσολίνι ήταν κρεμασμένο από τα πόδια σε κεντρική πλατεία του Μιλάνου.
Ουσιαστικά ήταν κρεμασμένος μαζί με το πνεύμα της μοιραίας εκείνης απόφασής του να κηρύξει τον πόλεμο κατά της Ελλάδας.
Στις τρεις παρά δέκα Το πρωί της 28 Οκτωβρίου ο ιταλός πρεσβευτής Γκράτσι επισκέπτεται το Μεταξά στην έπαυλή του στην Κηφισιά.
Μόλις καθίσαμε, Αφηγείται ο ίδιος ο Γκράτσι, Είπα στο Μεταξά ότι η κυβέρνηση μου μου ανέθεσε να του κάνω μιά επείγουσα Ανακοίνωση και του έδωσα το έγγραφο που κρατούσα. Άρχισε να το διαβάζει. Χέρια του έτρεμαν ελαφρά και μέσα από τα γυαλιά του διέκρινα τα μάτια του να βουρκώνουν. Όταν Τελείωσε την ανάγνωση, με Κοίταξε κατά πρόσωπο και είπε: Αυτό σημαίνει πόλεμος.
Όχι εξοχώτατε, του είπε ο Γκράτσι. Διότι πιστεύω ότι θα παράσχετε τις διευκολύνσεις που ζητά η κυβέρνησις μου.
Όχι, ούτε λόγος είναι δυνατόν να γίνει περί ελευθέρας διελεύσεως Και συνέχισε ο Μεταξάς λέγοντας πως κι αν ακόμη υπήρχε η παραμικρή διάθεση να ενδώσει τα περί προθεσμίας μέχρι τις έξι το πρωί αποτελούν εμπαιγμό.
Ο Μεταξάς σηκώθηκε, δίνοντας στον Γκράτσι να καταλάβει πως το τελεσίγραφο παρελήφθη.
Τα χαράματα ο λαός έχει ήδη ακούσει το πρώτο ανακοινωθέν που θυμίζει Σιμωνίδειο επίγραμμα «Αι ημέτεραι δυνάμεις Αμύνονται του πάτριου εδάφους».
Ο Κώστας Μαυραγάνης θυμάται εκείνο το πρωί ξημερώματα 28 του μηνός. Κοντεύει έξι η ώρα και χτυπάει συναγερμός. Μπαίνει μέσα ένας ανθυπολοχαγός. Παιδιά κηρύχθηκε πόλεμος, ζήτω η Πατρίς, Φωνάξαμε ζήτω, Ντυθήκαμε οπλιστήκαμε γρήγορα γρήγορα και μπήκαμε στη γραμμή. Μας δώσανε από μισή κουραμάνα και μια χούφτα ελιές και ξεκινήσαμε.
Η βροχή δεν σταμάταγε μας χτύπησαν γερά οι Ιταλοί με όλμους. Καταιγισμός. Μιας και δεν μπορούσαμε να κρατήσουμε ήρθε διαταγή να κάνουμε πίσω. Να σου πω λοιπόν ένα περίεργο πράμα, δε φοβηθήκαμε.
Είναι περιττό νομίζω να επαναλάβω το πώς αντέδρασε Σύσσωμος ο ελληνικός λαός στην ιταλική απόπειρα εισβολής.
Οι Εφημερίδες Της 29ης έγραφαν: Η πρώτη και μεγαλύτερα εκδήλωσις συνεκροτήθη Προ των Προπυλαίων Του Πανεπιστημίου από φοιτητάς προς τους οποίους ομίλησαν συνάδελφοί των διακοπτόμενοι από την κραυγήν «Όλοι στην πρώτη γραμμή».
Θεσσαλονίκη: Ολόκληρος η πόλις τελεί εις ατμόσφαιραν πατριωτικών εκδηλώσεων. Εκ των πρώτων περί την 9ην πρωινών συνεκεντρώθησαν οι φοιτηταί πέριξ του Πανεπιστημίου οι οποίοι ωρκίσθησαν να αποθάνουν υπερασπίζοντες το Πάτριον έδαφος.
Λευκωσία: Πόλεις Και χωρία της Κύπρου από άκρου εις άκρον της νήσου κοσμεί η γαλανόλευκος. Ελληνικά προξενεία κατακλύζονται από αιτούντας καταταγούν στρατόν μητρός πατρίδος.
Το όχι των Ελλήνων της 28 Οκτωβρίου αποκαλύπτει ένα φαινόμενο σθένους Αν αναλογιστούμε τη μοναξιά της χώρας μας την ώρα εκείνη. Πλην Σουηδίας η Ευρώπη ήταν υπό γερμανική κατοχή. Η Σοβιετική Ένωση μετά την μοιρασιά της Πολωνίας αδρανούσε εμπιστευόμενη το γερμανοσοβιετικό σύμφωνο.
Απόμενε η Αγγλία που με τον πράγματι γενναίο αγώνα των αεροπόρων της αποθάρρυνε το Χίτλερ να διαπλεύσει την Μάγχη.
Η Ελλάδα που έλεγε όχι, ήταν μία χώρα 7 εκατομμυρίων κατοίκων, με την μικρασιατική καταστροφή μόλις 18 χρόνια πριν, με κανενός είδους αυτάρκεια ούτε καν σε στάρι. Ιταλία είχε 36 εκατομμύρια πληθυσμό, 8 εκατομμύρια λόγχες και πολεμική αεροπορία με 2000 αεροπλάνα.
Οι ιταλικές εφημερίδες ειρωνευόντουσαν Τους καθυστερημένους Έλληνες που αντί να φοβούνται την πάνοπλη Ιταλία ξέθαβαν παλιές δόξες τους στο Μαραθώνα, την Σαλαμίνα, τις Θερμοπύλες.
Πιστεύω πως ήταν μεγάλο στρατηγικό λάθος η άγνοια το τι σημαίνουν αυτά για τους Έλληνες. Και ακόμα μεγαλύτερο λάθος ήταν ο τορπιλισμός της Έλλης ανήμερα και στον τόπο της πιο μεγάλης εκδήλωσης πίστης του λαού στην Παναγία. Ένα ακόμα λάθος των Ιταλών είναι ότι δε λογάριασαν ότι οι Έλληνες μπροστά στον κίνδυνο της πατρίδας θα παραμέριζαν τις πολιτικές και ιδεολογικές τους διαφορές. Διαφορές στις οποίες είχε προστεθεί το αντιπαθές για τους περισσότερους δικτατορικό καθεστώς της 4 Αυγούστου, το στιγματισμένο ως κακέκτυπο του ναζισμού και του φασισμού, το οποίο για να σταθεροποιηθεί είχε εξορίσει τους δημοκρατικούς πολιτικούς ηγέτες και χιλιάδες πολίτες. Από τα μέσα κιόλας Νοεμβρίου το μέτωπο είχε μετακινηθεί μέσα στο αλβανικό έδαφος και πριν τελειώσει ο Δεκέμβριος οι ‘Ελληνες είχαν φτάσει στους Αγίους Σαράντα, Στο Αργυρόκαστρο, στην Χειμάρρα. Η Βόρεια Ήπειρος γιόρταζε ανάσταση καταχείμωνα.
Στο βιβλίο του το πλατύ ποτάμι ο Γιάννης Μπεράτης γράφει για το πως αντέδρασαν οι Βορειοηπειρώτες: Είχαμε φύγει στα βουνά όλοι μας. Ζήσαμε εκεί πάνω 25 μέρες μες στις σπηλιές, Μαθαίναμε πως η Τουρκαλβανοί οργιάζουν, πως έπιασαν ομήρους όσους χριστιανούς δεν πρόφτασαν να φύγουν και τους έχουν στα σίδερα. Μια μέρα, εκεί που καθόμαστε στα βουνά, ακούσαμε στην αρχή, μερικά πολυβόλα. Μα ο ήχος τους δεν έδειχνε πως ήταν ιταλικά. Η καρδιά όλων μας πήδηξε. Σε λίγο ο θόρυβος της μάχης απλώθηκε παντού. Η δική μας! Έρχονται οι δικοί μας φωνάζαμε. Όλοι οι άντρες πήραμε από ένα τσεκούρι και κατεβήκαμε στο χωριό. Στους δρόμους κανένας, ούτε οι φρουροί Τουρκαλβανοί. Τραβήξαμε στο διοικητήριο, στην δημαρχία, κανένας μέσα. Τότε πεταχτήκαμε στις εκκλησιές και αρχίσαμε να χτυπάμε τις καμπάνες για να κατέβουν κι οι άλλοι απ´ τα βουνά.
Ο χειμώνας του 40-41 ήταν φονικός! Το κρύο στα αλβανικά βουνά έπεφτε στο 16 υπό το μηδέν, το χιόνι έφτανε στα δυο μέτρα, στα πεδινά βουλιάζανε όλα στη λάσπη. Η προέλαση δυσκόλεψε αλλά δε σταμάτησε, παρόλο που ο ανεφοδιασμός ήταν ανεπαρκής. Ήταν μέρες που στα προκεχωρημένα φυλάκια οι στρατιώτες ξεμένανε από σφαίρες, παίρνανε για συσσίτιο πέντε ξερά σύκα ή μια κουραμάνα στα έξι ή τίποτα.
Ο Μουσολίνι στην τελευταία επίθεσή του χρησιμοποίησε εκατοντάδες βομβαρδιστικά αεροπλάνα, σε εκατοντάδες καθημερινές εξόδους. Το πυροβολικό του έφτασε να ρίχνει έως και 40.000 οβίδες την ώρα. Και ο στρατός του πολέμησε σκληρά. Ο μύθος για το αντίθετο είναι και ανακριβής και υποβαθμίζει την γενναιότητα και τις θυσίες των δικών μας πολεμιστών.
Σταχυολογώ ένα απόσπασμα από αφήγηση του ΄Αγγελου Τερζάκη, που έζησε τον πόλεμο από μέσα:
Θα ήταν η ώρα μόλις οχτώ το βράδυ όταν μόνο μιας φούντωσε το ιταλικό κανονίδι. Από τις θέσεις τους γύρω στο Καλπάκι, τα ελληνικά τμήματα είδαν πως η βολή συγκεντρωνόταν εκεί απάνω, στη Γραμπάλα. Κατά το βοριά η Γραμπάλα έχει μια πλευρά απότομη, ένα γκρεμό. Από εκεί είναι που κάποιο εχθρικό τάγμα σκαρφάλωσε αθέατο, βράχο το βράχο. Ήταν σώμα επίλεκτο, «τάγμα θανάτου», μαζί με Aλβανούς. Σαν έφτασαν κοντά στην κορφή, χύμηξαν. Ήτανε σαν να τους ξέρναγε το σκοτάδι. Ο ελληνικός λόχος που βρισκόταν εκεί απάνω δαρμένος από τις οβίδες, αιφνιδιάστηκε, πισωπλάτισε, παραζαλισμένος. Την ίδια στιγμή ένα άλλο εχθρικό τμήμα χυμούσε από την άλλη πλευρά. Η Γραμπάλα πατήθηκε. Ο εχθρός γαντζώθηκε στο βράχο.
Βροχή άγρια, οργισμένη, με κεραυνούς και χαλάζι έπνιξε τη Γραμπάλα στον κατακλυσμό της. Η μεραρχία διέταξε να ξαναπαρθεί αμέσως η Γραμπάλα, πάσει θυσία.
Η θύελλα βρουχόταν, λυσσομανούσε. Μέσα σε τέτοιο κακό, πώς να ξεκινήσει τμήμα στρατού για επίθεση; Κανένας δεν έβλεπε τίποτα, πώς να σκαρφαλωθούν βράχοι, γκρεμοί;
Μονάχα στις πέντε τα χαράματα κόπασε η βροχή, και τότε, το ελληνικό πυροβολικό άρχισε να χτυπάει την Γραμπάλα. Για λίγο. Μόλις σώπασε, οι λόχοι, με τους αξιωματικούς τους μπροστά, όρμησαν. Οι αξιωματικοί είχανε δώσει το πρόσταγμα: «Εμπρός διά της λόγχης». Χύμηξαν πρώτοι. Οι στρατιώτες ξεθηκάρωσαν, ακολούθησαν. Πιάστηκαν χέρια με χέρια. ήταν κάτι δραματικό και γοργό. Δεν είχαν προλάβει οι Ιταλοί να οχυρωθούν, να λάβουν ενισχύσεις. Οι εφεδρείες τους τώρα ακριβώς ανέβαιναν από τα Καλύβια της Αρίστης. Η φοβερή νύχτα που τους ευνόησε, τους είχε εμποδίσει να ριζώσουν. Δείλιασαν, πάλεψαν για λίγο, με το μάτι παλαβωμένο μπροστά στην κρύα λάμψη της λόγχης, ύστερα λύγισαν, πήρανε τον κατήφορο.
Αυτό ήταν το τέλος του ιταλικού φασισμού.
Όμως, 6 Απριλίου 1941, το ελληνικό γενικό στρατηγείο ανακοίνωσε. Από τις 5.15 ώρας της σήμερον ο εν Βουλγαρία γερμανικός στρατός προσέβαλε απροκλήτως τα ημέτερα στρατεύματα της ελληνικής μεθορίου. Αι δυνάμεις μας αμύνονται του πατρίου εδάφους. Το νέο μέτωπο του πατρίου εδάφους είχε μήκος 741 km. Αντίπαλος η πολεμική μηχανή που ως τώρα πετύχαινε ό,τι και όσα επιχειρούσε. Και όμως οι Έλληνες λένε και πάλι ΟΧΙ και αμύνονται με γενναιότητα, που αφήνει άναυδους τους επιτιθέμενους.
Το μέρος αυτό του έπους 40-41 λάμπει λίγες μόνο μέρες, είναι το τελευταίο και το τραγικό. Στις 9 Απριλίου οι Γερμανοί διεισδύουν στην κοιλάδα του Αξιού και φτάνουν στην Θεσσαλονίκη ενώ στα οχυρά η άμυνα συνεχίζεται. Στις 14 Απριλίου οι με τόσες νίκες και θυσίες ήρωες στην Αλβανία παίρνουν διαταγή να αποσυρθούν στα ελληνικά σύνορα, αφήνοντας συνάμα σε απόγνωση τους Βορειοηπειρώτες.
Στις 20, ο στρατηγός Τσολάκογλου, ψευδόμενος πως ενεργεί με εντολή του γενικού στρατηγείου, υπογράφει πρωτόκολλο ανακωχής, μεταξύ Ελλάδας και Γερμανίας.
27 Απριλίου, Αθήνα, ώρα 9η πρωινή. Στο τέρμα Αμπελοκήπων, η παράδοση διεκπεραιώθηκε με κάποιες υπογραφές κάποιων, πάνω σ´ ένα τραπεζάκι στο «Καφενείον το Λούξ».
Η ελληνική ψυχή άρχιζε να βιώνει το πένθος της κατοχής.
Το ΟΧΙ του 40-41 ήταν μία μεγαλειώδης νίκη που δεν διακόπηκε. Συνεχίστηκε με τους αντάρτες στα βουνά που αναβίωσαν την ηρωική κλεφτουριά και την καθολική αντίσταση του λαού στη θάλασσα, στις πόλεις και τα χωριά.
Στο μέτωπο της Ελλάδας πάνω στα αίματα, είχε σκαλώσει ένα κλωνάρι δάφνης.
Αν έπρεπε να αφιερώσω κάπου τη σημερινή ομιλία θα την αφιέρωνα στην Ηπειρώτισσα και στους δικούς μας Αγιοβαρβαριώτες νεκρούς ήρωες.
Δανείζομαι απόσπασμα από τον Άγγελο Τερζάκη:
«Κοιτάς το τοπίο γύρω, τα βουνά της Παραμυθιάς, τη φοβερή Γκαμήλα, την Πίνδο και καταλαβαίνεις πως η ψυχή του τόπου έχει δέσει στο μαυροντυμένο τούτο πλάσμα με το σκοτεινό κόρφο. H Ηπειρώτισσα, Μάννα, γυναίκα, αδερφή, θυγατέρα, παραστάθηκε σ’ όλο το μάκρος του Αγώνα τον άντρα, τον πολεμιστή αφοσιωμένη, αλύγιστη, αποφασισμένη ολόρθη εικόνα του χρέους και της τιμής. Τι έρχονταν να κάνουν οι στρατιώτες του Μουσολίνι σε μία τέτοια χώρα;»
Ως προς τους δικούς μας Αγιοβαρβαριώτες νεκρούς:
«Στις 29 Σεπτεμβρίου του 1944 λίγο πριν εγκαταλείψουν την Ελλάδα τα ναζιστικά τέρατα, εφόρμησαν στην περιοχή μας.
Τότε ήμασταν συνοικισμός του Αιγάλεω.
Προς το μεσημέρι πήγαν στην πλατεία.
Πήραν και έβαλαν σε καμιόνια τους άνδρες για να έρθουν να ξηλώσουν ένα σύνθημα στην πλαγιά του βουνού, που φαινόταν από μακρυά.
Έγραφε ΕΑΜ – ΕΛΑΣ με ασπρισμένες πέτρες.
Όταν όμως έφτασαν, γυναίκες της περιοχής για να γλυτώσουν τα αντίποινα, είχαν ήδη ξηλώσει τις πέτρες.
Ένας 17χρονος νέος, ο Σωτήρης Καραγιαννόπουλος, ενταγμένος στον ΕΛΑΣ με περίστροφό του πυροβόλησε τους γερμανούς και τραυμάτισε έναν από αυτούς στο χέρι.
Καταδιώχθηκε και κατέφυγε στο σπίτι του στο ρέμα Δούσμανη.
Εκεί τον εντόπισαν του έκοψαν το δεξί χέρι με τη λόγχη και τον εκτέλεσαν μαζί με τον Γιώργο και Μιχάλη Μπέση, τον Νικόλαο Καρύδη και τον Αντώνιο Μητσάκο και θάφτηκαν σε ομαδικό τάφο στο νεκροταφείο του Προφήτη Ηλία.
Ο Παναγιώτης Πλατής τραυματίστηκε την ίδια ημέρα και εξέπνευσε την 1η Οκτωβρίου.
Έχουμε ερευνήσει το ιστορικό γεγονός, τα δημοτολογικά στοιχεία των εκτελεσθέντων και έχουμε βρει και απογόνους τους που αρκετοί βρίσκονται ανάμεσά μας και στους οποίους ο δήμος θα αποδώσει τις οφειλόμενες τιμές.
Κυρίες και κύριοι αγαπητά μας παιδιά, είναι δύσκολο να μιλάμε για το έπος του 40-41 αλλά είναι και οδυνηρό γιατί ας μην ξεχνάμε ότι το μεγαλείο του ΟΧΙ έχει αντίκρισμα χιλιάδες νεκρά παλληκάρια και τον ιερό θρήνο των μανάδων τους.
Τιμή και δόξα στους ηρωικούς νεκρούς μας!
Τιμή και δόξα στους αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης!
Ζήτω η Ελλάδα!
Ζήτω η Ειρήνη!